Ἰβηρικά

Ἰβηρικά
Ἰβηρικός
neut nom/voc/acc pl
Ἰβηρικά̱ , Ἰβηρικός
fem nom/voc/acc dual
Ἰβηρικά̱ , Ἰβηρικός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἰβηρικάς — Ἰβηρικά̱ς , Ἰβηρικός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Ντουέρο — (ισπαν. Duero, πορτογαλ. Douro, εξελλην. Δούρος). Ποταμός (770 χλμ.) της Ιβηρικής Χερσονήσου, που εκβάλλει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Πηγάζει στην Ισπανία από τα Πίκος ντε Ουρμπίον (Ιβηρικά Όρη) και στρέφεται αρχικά στα Α· αφού περάσει στην πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век …   Википедия

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιβηρική χερσόνησος — Η πιο εκτεταμένη (582.860 τ. χλμ.) και η δυτικότερη από τις χερσονήσους της νότιας Ευρώπης, στο νοτιοδυτικό άκρο της ηπείρου. Διαιρείται πολιτικά στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Δημοκρατία της Ανδόρας και στο Γιβραλτάρ. Αποτελείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • Καμόενς, Λουίς Βαζ ντε- — (Luis Vaz de Camoês Camoëns, Λισαβόνα 1524; – 1580). Πορτογάλος ποιητής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος των λουζιτανικών γραμμάτων και, υπό αυτή την έννοια, ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας. Οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Κ. δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • Σαγκούντο — (Sagunto, το αρχαίο Σάγουντον – Saguntum). Μικρή πόλη της ανατολικής Ισπανίας, στη δεξιά όχθη του ποταμού Παλάνθια, 25 χλμ. στα Β της Βαλένθια. Το αρχαίο Σάγουντον, που κατοικούνταν από Εδητανούς Ίβηρες, συμμάχησε τον 3o αι. π.Χ. με τη Ρώμη και η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”